- έγκαυστος
- ἔγκαυστος, -ον (AM ἔγκαυστος, Μ και ἔγκαστος)μσν.ως ουσ. πυρακτωμένος δαυλόςαρχ.1. αυτός που έχει ζωγραφιστεί με έγκαυση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκαυστονα) εικόνα φτιαγμένη με έγκαυσηβ) κόκκινο μελάνι με το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες υπέγραφαν τα διατάγματά τους.
Dictionary of Greek. 2013.