έγκαυστος

έγκαυστος
ἔγκαυστος, -ον (AM ἔγκαυστος, Μ και ἔγκαστος)
μσν.
ως ουσ. πυρακτωμένος δαυλός
αρχ.
1. αυτός που έχει ζωγραφιστεί με έγκαυση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκαυστον
α) εικόνα φτιαγμένη με έγκαυση
β) κόκκινο μελάνι με το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες υπέγραφαν τα διατάγματά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔγκαυστος — burnt in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαύστοις — ἔγκαυστος burnt in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαύστου — ἔγκαυστος burnt in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Johannes Brenz — Tuschezeichnung von Johannes Brenz Johannes Brenz (* 24. Juni 1499 in Weil der Stadt; † 11. September 1570 in Stuttgart) war ein deutscher Reformator und protestantischer Theologe. Er benutzte zeitweise auch die Pseudonyme Huldreich En …   Deutsch Wikipedia

  • κηρογραφία — Ζωγραφική τεχνική που εφαρμοζόταν κυρίως κατά την αρχαιότητα και οφείλει την ονομασία της στο χρησιμοποιούμενο υλικό (κερί). Ονομαζόταν ακόμα και εγκαυστική ή έγκαυστος. Βλ. λ. εγκαυστική. Νεκρική προσωπογραφία του 1ου προς το 2o αιώνα μ.Χ., το… …   Dictionary of Greek

  • χρυσέγκαυστος — ον, Α ζωγραφισμένος με χρυσό με τη μέθοδο τής έγκαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἔγκαυστος «ζωγραφιστός με τη μέθοδο τής έγκαυσης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”